- πατρίκιος
- οθηλ. πατρικία Ρωμαίος πολίτης ευγενούς καταγωγής (αντίθ. πληβείος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πατρίκιος — patricius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίκιος — patricius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίκιος — Επίσκοπος Προύσας, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πολύ μορφωμένος κληρικός και έζησε πιθανόν τον 3o αι. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους πρεσβύτερους Ακάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου. * * * ο, θηλ … Dictionary of Greek
Πατρικίοιο — Πατρίκιος patricius masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικίοιο — πατρίκιος patricius masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πατρικίοις — Πατρίκιος patricius masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικίοις — πατρίκιος patricius masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πατρικίου — Πατρίκιος patricius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικίου — πατρίκιος patricius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πατρικίους — Πατρίκιος patricius masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)